παραλληλίζω

παραλληλίζω
ΝΜ [παράλληλος]
θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω
2. παρομοιάζω
3. γεωγρ. προσανατολίζω χάρτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλληλίζω — παραλληλίζω, παραλλήλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλληλίζω — παραλλήλισα, παραλληλίστηκα, παραλληλισμένος 1. κάνω γραμμές ή επιφάνειες παράλληλες. 2. συγκρίνω, παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους, συσχετίζω: Μην παραλληλίζεις τα δύο γεγονότα, γιατί δεν έχουν καμιά σχέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλληλίζειν — παραλληλίζω place side by side pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλίσω — παραλληλίζομαι cheat aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) παραλληλίζω place side by side aor subj act 1st sg παραλληλίζω place side by side fut ind act 1st sg παραλληλίζω place side by side aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλισμός — ό, ΝΜΑ [παραλληλίζω] νεοελλ. 1. λογοτ. ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, προκειμένου να συνδυαστούν με φράσεις, προτάσεις ή και παραγράφους, που έχουν παρόμοια λεκτικά στοιχεία, έννοιες ή ιδέες που έχουν …   Dictionary of Greek

  • παραλληλισθέντα — παραλληλίζομαι cheat aor part mp neut nom/voc/acc pl παραλληλίζομαι cheat aor part mp masc acc sg παραλληλίζω place side by side aor part pass neut nom/voc/acc pl παραλληλίζω place side by side aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλίζει — παραλληλίζομαι cheat pres ind mp 2nd sg παραλληλίζω place side by side pres ind mp 2nd sg παραλληλίζω place side by side pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθίσταμαι — (AM ἀνθίσταμαι, αρχ. κ. ενεργ. ανθίστημι) 1. προβάλλω άμυνα, αντιστέκομαι, εναντιώνομαι, παίρνω θέση μάχης εναντίον κάποιου 2. εξακολουθώ να προβάλλω αντίσταση, βαστώ αρχ. ενεργ. 1. τοποθετώ, στήνω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο 2. παραλληλίζω,… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαραβάλλω — (AM ἀντιπαραβάλλω) βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω αρχ. συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • αντιπαρεξάγω — ἀντιπαρεξάγω (Α) 1. εξάγω, οδηγώ στράτευμα εναντίον του εχθρού 2. επιτίθεμαι 3. φέρνω επιχειρήματα εναντίον κάποιου 4. συγκρίνω, παραλληλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”